Γνωμοδότηση του Αρείου Πάγου υπέρ των συμβασιούχων
Παρασκευή, 26 Νοεμβρίου 2010
Ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γιώργος Κολιοκώστας με αφορμή σχετικό ερώτημα της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Θεσσαλονίκης εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 7/2010 γνωμοδότηση, σύμφωνα με την οποία το Δημόσιο, οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης και τα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου οφείλουν να συμμορφώνονται προς τις προσωρινές διαταγές των δικαστηρίων που επιβάλλουν την παραμονή των συμβασιούχων στην εργασία τους. Όπως αναφέρεται στην εισαγγελική γνωμοδότηση η άρνηση των υπευθύνων του
Δημόσιου, των
Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης και των
Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου να συμμορφωθούν στις προσωρινές διαταγές παραβιάζει τα άρθρα 20, 28 και 95 του Συντάγματος, το άρθρο 904 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Παράλληλα, οι αρνούμενοι να εφαρμόσουν τις προσωρινές διαταγές απειλούνται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους.
Ακόμη, το
Ελεγκτικό Συνέδριο οφείλει να εγκρίνει τα χρηματικά εντάλματα των
συμβασιούχων για το χρονικό διάστημα που ορίζεται στην προσωρινή διαταγή.
Κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες
Εν τω μεταξύ, όπως διαβάζουμε στο
Κεντρί, απόφαση – βόμβα έρχεται από το
Ειρηνοδικείο Άρτας και αφορά δεδουλευμένα 10 εργαζομένων -με το πρόγραμμα
stage- στο
Δήμο Αρταίων.
Η απόφαση, που δημιουργεί νομικό προηγούμενο, προβλέπει την καταβολή των δεδουλευμένων και στους 10 stagers του Δήμου Αρταίων, κηρύττοντας τις αποφάσεις προσωρινά εκτελεστές.
Συγκεκριμένα όπως αναφέρεται στις αποφάσεις: «αποδείχτηκε ότι μολονότι προσλήφθηκαν με σκοπό την απόκτηση εργασιακής εμπειρίας, στην πραγματικότητα απασχολήθηκαν κατά τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα από το εναγόμενο για την κάλυψη συνήθων, τρεχουσών και απολύτως τακτικών, προβλέψιμων και υπαρχουσών διοικητικών αναγκών, μόνιμης, διαρκούς και πάγιας προοπτικής, συναρτώμενες και σχετικές προς τις ανάγκες που εξυπηρετεί παράλληλα και το μόνιμο προσωπικό των υπηρεσιών του. Το εναγόμενο αποσκοπούσε σε αυτή καθεαυτή την απασχόληση των εναγόντων για την κάλυψη των παγίων και διαρκών αναγκών του στα καθήκοντά τους και όχι στην παροχή εκπαίδευσης σε αυτούς, ώστε η παροχή εργασίας από τους ενάγοντες να γίνεται για τις ανάγκες της εκπαίδευσης και της εξοικείωσής τους με το αντικείμενο του επαγγέλματός τους. Εξάλλου, δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι η μακροχρόνια απασχόληση των εναγόντων, είχε σκοπό μόνον την επαγγελματική τους κατάρτιση, την μαθητεία, την ένταξη ή την επανεκπαίδευσή τους επί ενός αντικειμένου ευκόλως κατανοητού. Η πραγματική φύση απασχόλησης των εναγόντων ήταν αυτή της εξαρτημένης εργασίας, με όλες τις περαιτέρω συνέπειες (π.χ. μισθολογικές, ασφαλιστικές, συνταξιοδοτικές κλπ) του στοιχείου της εξάρτησης».
Επίσης αναφέρεται: «Δεδομένου ότι η πραγματική σχέση που συνέδεε τους ενάγοντες ήταν αυτή της εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου, όφειλε κατά τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας το εναγόμενο να τους αμείβει με τα αντίστοιχα ποσά που άμειβε και το μόνιμο προσωπικό του της ίδιας μισθολογικής κατηγορίας και προϋπηρεσίας και ίδιας οικογενειακής κατάστασης, καταβάλλοντας επιπροσθέτως και τα δώρα εορτών και επίδομα αδείας, τα οποία δεν περιλαμβάνονταν στην καθορισθείσα ημερήσια αποζημίωση και δεν καταβάλλονταν».